- ενστατικός
- -ή, -ό (AM ἐνστατικός, -ή, -όν) [ενστάτης]1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)οἱ ἐνστατικοίοι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίωναρχ.-μσν.(για ζώα) άγριος, ατίθασοςαρχ.1. όποιος εναντιώνεται σε κάτι ή εμποδίζει κάτι2. ο ικανός να υποβάλλει ενστάσεις.επίρρ...ένστατικῶς (AM)άγρια, με μανία.
Dictionary of Greek. 2013.